υστριχίδες

υστριχίδες
(Hystrichidae). Οικογένεια θηλαστικών του αθροίσματος των τρωκτικών. Περιλαμβάνει ζώα μικρά ή μέτριου μεγέθους, που χαρακτηρίζονται κυρίως από τα πολυπληθή αιχμηρά αγκάθια, με τα οποία είναι σκεπασμένο το σώμα τους. Οι Υ. ζουν κυρίως στην Ευρώπη, Ασία, Αφρική και Αμερική. Γνωστότερα είδη είναι ο ύστριξ ο ερεθίζων, ο ύστριξ ο λοφοφόρος, που είναι και το χαρακτηριστικότερο, και ο αθήρουρος. Το είδος ύστριξ ο λοφοφόρος έχει μήκος μαζί με την ουρά 60 περίπου εκ. και ζυγίζει 15 περίπου κιλά. Το χοντρό του κεφάλι καταλήγει σε ρύγχος. Δεν έχει κυνόδοντες, έχει όμως ένα μεγάλο ζεύγος κοπτήρων και στην άνω γνάθο, γι’ αυτό και ανήκει στα απλόδοντα. Τα δάχτυλα των κοντών ποδιών του έχουν δυνατά νύχια, κατάλληλα για σκάψιμο. Το κοιλιακό τμήμα του σώματος καλύπτεται από σκούρο τρίχωμα, ενώ στη ράχη υπάρχουν ισχυρά αγκάθια, μήκους 30 περίπου εκ., κοίλα, με άσπρες και μαύρες γραμμές. Η ουρά, τα πλευρά και τα πόδια είναι προικισμένα με κοντά αγκάθια. Στο κεφάλι και στο λαιμό σκληρές τρίχες με λευκές αιχμές συγκροτούν τη χαίτη του, που έχει τη δυνατότητα να ανορθώνεται. Το ζώο αυτό περνά τη μέρα του στην υπόγεια φωλιά του και τη νύχτα αναζητά ρίζες, φλούδες, φρούτα και βλαστούς, με τα οποία τρέφεται. Όταν του επιτεθούν υψώνει τα αγκάθια, γρυλίζει και στρέφει το κεφάλι προς την κοιλιά. Τον συναντάμε στη νότια Ευρώπη και στη δυτική Αφρική. Στην Ελλάδα συγχέεται, συχνά, με το σκαντζόχοιρο.
* * *
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια τρωκτικών με τυπικό εκπρόσωπο το γένος ύστριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hystricidae < ύστριξ, -ιχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑστριχίδες — ὑστριχίς whip for punishing slaves fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακανθίων — (acanthion). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των τρωκτικών. Περιλαμβάνει δύο γένη: τους κεντίδες και τους υστριχίδες. Τα ζώα αυτά ζουν σε όλες τις θερμές χώρες. Το σώμα τους είναι κοντό και σκεπασμένο με μακριές τρίχες χρώματος καστανού ή λευκού …   Dictionary of Greek

  • ύστριξ — ο, η / ὕστριξ, ιχος, ΝΑ, και ύστριχος Ν, και ὕστριγξ, ιγγος, Α (λόγιος τ.) ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τρωκτικών, τυπικών εκπροσώπων τής οικογένειας υστριχίδες, που μοιάζουν με τον σκαντζόχοιρο και χαρακτηρίζονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”